φρικωδῶς

φρικωδῶς
φρῑκωδῶς , φρικώδης
attended with shivering
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρικωδώς — φρικωδῶς ΝΜΑ επίρρ. βλ. φρικώδης …   Dictionary of Greek

  • φρικώδης — ες / φρικώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φρίξ, φρικός] φρικαλέος, φρικτός αρχ. 1. (για παθολογική κατάσταση) αυτός που συνοδεύεται από ρίγος («πυρετὸς φρικώδης», Ιπποκρ.) 2. αυτός που προκαλεί θρησκευτικό δέος 3. (το ουδ.) τὸ φρικῶδες α) ως ουσ. η τραχύτητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”